- ἔγραψαν
- γράφωscratchaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'γραψαν — ἔγραψαν , γράφω scratch aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ατθιδογράφοι — Σειρά από αρχαίους ιστορικούς, που από τον 4o αι. π.Χ. καλλιέργησαν μια παράδοση αττικής συγγραφικής δραστηριότητας. Έγραψαν Ατθίδες, δηλαδή χρονικά και έρευνες για την ιστορία της Αθήνας, με παράλληλη προσπάθεια να ερμηνεύσουν τις τοπικές… … Dictionary of Greek
επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… … Dictionary of Greek